- ὄνυξ,-υχος
- ὁ N 3 3-0-2-5-2=12 Ex 30,34; Lv 11,7; Dt 14,8; Ez 17,3.7claw, nail DnTh 4,33; hoof Lv 11,7; onyx (semi-precious stone) Jb 28,16; aromatic material Ex 30,34 Cf. LE BOULLUEC 1989, 313
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
στόνυξ — υχος, ὁ, Α 1. οξύ άκρο βράχου («πρὸς ὁξὺν στόνυχα πετραίου λίθου», Ευρ.) 2. κοφτερό ψαλιδάκι για τα νύχια 3. στον πληθ. οἱ στόνυχες τα γαμψά, δυνατά νύχια («στονύχεσσι λεόντων», Οππ.) 4. φρ. α) «Οἰταῑος στόνυξ» ο χαυλιόδοντας τού αγριογούρουνου… … Dictionary of Greek
συλόνυξ — υχος, ό, ἡ, Α (για ψαλίδι) αυτός που κόβει τα νύχια («στόνυχες συλόνυχες» ψαλίδια για τα νύχια, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦλον «λεία, λάφυρο» + ὄνυξ, υχος»νύχι»] … Dictionary of Greek
όνυχας — Ορυκτό που αποτελεί μια ποικιλία του χαλκηδόνιου και μοιάζει με αχάτη. Όπως αυτός, παρουσιάζει ταινίες διάφορων χρωμάτων, που διακρίνονται καθαρά η μία από την άλλη· οι ταινίες αυτές αντιστοιχούν στις διάφορες περιόδους σχηματισμού του ορυκτού… … Dictionary of Greek
ονύχιον — (I) ὀνύχιον, τὸ (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (για όρνεο) νύχι μικρού μεγέθους, νυχάκι 2. η χηλή τού χοίρου 3. πάθηση τού κερατοειδούς τών οφθαλμών κατά την οποία επέρχεται διαπύηση και αποσκλήρωση που εμφανίζει την εικόνα νυχιού 4. φρ. «σκόρδων… … Dictionary of Greek
onogh- (: ongh-, nogh-; Celt. n̥gh-), ongh-li- (*henegh-) — onogh (: ongh , nogh ; Celt. n̥gh ), ongh li (*henegh ) English meaning: fingernail, claw Deutsche Übersetzung: “Nagel an Fingern and Zehen, Kralle” Note: partly with formants u (extended ut ) and lo Material: O.Ind. áṅghri f … Proto-Indo-European etymological dictionary
τριώνυξ — και εσφ. τ. τριόνυξ, υχος, ο, Ν ζωολ. γένος ημιυδρόβιων σαρκοφάγων χελωνών τής οικογένειας τριωνυχίδες, που απαντούν στη Βόρεια Αμερική και στην τροπική Αφρική και Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. trionyx < tri (< τρι *) + onyx… … Dictionary of Greek
ονύχινος — ὀνύχινος, η, ον (Α) [όνυξ, υχος (II)] 1. αυτός που είναι κατασκευασμένος από τον ημιπολύτιμο λίθο όνυχα 2. αυτός που είναι όμοιος με τον λίθο όνυχα 3. (κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει χρώμα όνυχα 4. φρ. «ὀνύχινον ἔλαιον» ελαιώδες παρασκεύασμα… … Dictionary of Greek
onicofagia — (Del gr. onyx, ykhos, uña + phago, comer.) ► sustantivo femenino SICOLOGÍA Costumbre de morderse las uñas. * * * onicofagia (del gr. «ónyx, ychos», uña, y « fagia»; científ.) f. Tendencia a morderse o comerse las uñas. * * * onicofagia. (Del gr.… … Enciclopedia Universal
onicomancia — (Del gr. onyx, ykhos, uña + manteia, adivinación.) ► sustantivo femenino OCULTISMO Adivinación del futuro mediante la interpretación de las señales en las uñas, untadas previamente con aceite y hollín. TAMBIÉN onicomancía * * * onicomancia o,… … Enciclopedia Universal
ακρωνυχία — ἀκρωνυχία, η (Α) 1. το άκρο τού νυχιού 2. άκρο, κορυφή όρους (βλ. και ακρώρεια). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρ(ο) (Ι) + ὄνυξ υχος] … Dictionary of Greek
λευκωνυχία — και λευκονυχία, η λευκή χρώση τών νυχιών που οφείλεται σε διείσδυση φυσαλλίδων αέρα ανάμεσα στα κύτταρα τού σώματος τών νυχιών και προκαλείται γενικά από ελάχιστους επαναλαμβανόμενους μικροτραυματισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek